Σα σύγχρονοι Μπραζιλιάκ, μερικοί ανάμεσά τους, συχνά σοσιαλδημοκράτες, μας λένε «δεν έχουμε πρόβλημα να χειροκροτούμε τους Αφρικανούς και ανατολικοευρωπαίους αθλητές, τους Ασιάτες ιατρούς, τους Ινδούς προγραμματιστές. Δε σκοπεύουμε να σκοτώσουμε κανένα, ούτε προτιθέμεθα να διοργανώσουμε πογκρόμ. Αλλά θεωρούμε παράλληλα πως ο βέλτιστος τρόπος προκειμένου να αποτραπούν οι αποτρόπαιες πράξεις της ακραίας, ενστικτώδους ξενοφοβίας, είναι να της αντιπαραθέσουμε μια έλλογη, αντιμεταναστευτική προστασία».
Η ιδέα της «αποστείρωσης» των γειτόνων μας σηματοδοτεί με σαφήνεια τη μετάβαση από την ωμή βαρβαρότητα σε μια «βαρβαρότητα με ανθρώπινο πρόσωπο».
Εξελίσσεται μια πολύ πιο
βαθιά αναδιάταξη της πολιτικής σκηνής στη δυτική και την ανατολική Ευρώπη. Έως πρόσφατα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες κυριαρχούνταν
από δύο βασικά κόμματα, που προσήλκυαν
την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος: ένα συντηρητικό, χριστιανοδημοκρατικό ή
λαϊκό κόμμα, που βρισκόταν δεξιά του κέντρου, και ένα σοσιαλιστικό ή
σοσιαλδημοκρατικό, που βρισκόταν πιο αριστερά· τα μικρότερα κόμματα
(οικολογικά, κομμουνιστικά) απευθύνονταν σε στενότερα ακροατήρια.
Αλλά μια σειρά πρόσφατων εκλογικών αποτελεσμάτων στη δυτική και
την ανατολική Ευρώπη, σηματοδοτούν τη σταδιακή ανάδειξη μιας διαφορετικής κομματικής αρχιτεκτονικής. Πλέον
εμφανίζεται ένα κυρίαρχο κεντρώο κόμμα, που υπερασπίζεται τον παγκοσμιοποιημένο
καπιταλισμό και την πολυπολιτισμικότητα (την ανεκτικότητα προς τις αμβλώσεις, τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, τις θρησκευτικές και εθνοτικές
μειονότητες). Το κόμμα αυτό αντιπαρατίθεται σε
ένα ολοένα ισχυροποιούμενο αντιμεταναστευτικό κόμμα, που στο περιθώριό του
φιλοξενεί ανοικτά ρατσιστικές νεοφασιστικές ομάδες.
Μετά από δεκαετίες αισιοδοξίας
που συντηρούνται από το κράτος πρόνοιας, με τις όποιες περικοπές, που
«πωλούνταν» πάντα ως προσωρινές και γίνονταν δεκτές λόγω της υπόσχεσης πως
σύντομα όλα θα ξαναγυρνούσαν στην ομαλότητα, εισερχόμαστε σε μια νέα ιστορική
περίοδο, στην οποία μονιμοποιείται η κρίση (ή καλύτερα η διαμόρφωση μιας «οικονομίας εκτάκτων συνθηκών») με ό,τι αυτό
συνεπάγεται σε μέτρα λιτότητας (περικοπές επιδομάτων, σμίκρυνση υπηρεσιών
υγείας-παιδείας, επέκταση της επισφάλειας της εργασίας).
Η κρίση γίνεται τρόπος
ζωής.
Μετά την καταβαράθρωση των
κομμουνιστικών καθεστώτων τη δεκαετία του '90, εισήρθαμε σε μια νέα εποχή,
όπου ως κυρίαρχη μορφή άσκησης εξουσίας
αναδείχθηκε η απο-πολιτικοποιημένη
τεχνοκρατική διοίκηση και η έλλογη διαχείριση
των αντικρουόμενων συμφερόντων. Σε
μια τέτοια πολιτική, μόνη οδός
διοχέτευσης λίγου πάθους, μόνος τρόπος ενεργοποίησης των πολιτών, είναι ο
φόβος: φόβος για τους μετανάστες, για την εγκληματικότητα, φόβος για την άθεη
σεξουαλική εξαχρείωση, για την υπερβολική παρέμβαση του κράτους (τη βαριά
φορολογία, την επέκταση των αστυνομικών ελέγχων), φόβος για οικολογική
καταστροφή, αλλά και φόβος για κάθε μορφή κακοποίησης (η «πολιτική ορθότητα» είναι η
ιδεότυπη φιλελεύθερη εκδοχή αυτής της πολιτικής του φόβου).
Αυτού του είδους η πολιτική συνοδεύεται πάντοτε από την ανάγκη
διαχείρισης μιας σειράς παρανοιών,
της παρανοϊκής συσπείρωσης των
τρομοκρατημένων ανδρών και γυναικών.
Αυτός είναι ο λόγος που το
σημαντικό πολιτικό γεγονός της πρώτης δεκαετίας της νέας χιλιετίας ήταν όταν η
αντιμεταναστευτική πολιτική εισέβαλε στο κέντρο της πολιτικής ατζέντας,
κόβοντας τον ομφάλιο λώρο που τη συνέδεε με τα περιθωριακά ακροδεξιά κόμματα. Από τη Γαλλία στη Γερμανία και από την Αυστρία στην Ολλανδία, κυριάρχησε μια νέα αίσθηση υπερηφάνειας για
τις εθνικές πολιτιστικές και ιστορικές ταυτότητες. Τα κυρίαρχα κόμματα πλέον θεωρούσαν αποδεκτό να παρουσιάζουν
τους μετανάστες ως φιλοξενούμενους, που όφειλαν να προσαρμοστούν στις
πολιτιστικές αξίες του κράτους υποδοχής: «αυτή είναι η χώρα μας -αγαπήστε την ή
εγκαταλείψτε την». Ιδού ποιο ήταν πάνω-κάτω το μήνυμα.
Πόσο
ταυτόσημη είναι η στάση που υιοθετούν πλέον οι κυβερνήσεις μας όταν
αντιμετωπίζουν την «μεταναστευτική απειλή»; Αφού απορρίψουν τον ωμό, λαϊκιστικό
ρατσισμό ως «παράλογο» και «ασύμβατο με τις δημοκρατικές μας αρχές», ενισχύουν
«λογικά» ρατσιστικά μέτρα... Σα σύγχρονοι Μπραζιλιάκ,
μερικοί ανάμεσά τους, συχνά σοσιαλδημοκράτες, μας λένε «δεν έχουμε πρόβλημα να χειροκροτούμε τους Αφρικανούς και
ανατολικοευρωπαίους αθλητές, τους Ασιάτες ιατρούς, τους Ινδούς προγραμματιστές.
Δε σκοπεύουμε να σκοτώσουμε κανένα, ούτε
προτιθέμεθα να διοργανώσουμε πογκρόμ. Αλλά
θεωρούμε παράλληλα πως ο βέλτιστος τρόπος προκειμένου να αποτραπούν οι
αποτρόπαιες πράξεις της ακραίας, ενστικτώδους ξενοφοβίας, είναι να της
αντιπαραθέσουμε μια έλλογη, αντιμεταναστευτική προστασία».
Η
ιδέα της «αποστείρωσης» των γειτόνων
μας σηματοδοτεί με σαφήνεια τη μετάβαση
από την ωμή βαρβαρότητα σε μια «βαρβαρότητα με ανθρώπινο πρόσωπο».
Αποκαλύπτει μια υπαναχώρηση από τη χριστιανική
πανανθρώπινη «αγάπη προς τον πλησίον» στην παγανιστική θεώρηση της υπεράσπισης
της φυλής έναντι του βαρβάρου «άλλου». Ακόμα και στις περιπτώσεις που
εμφανίζεται ως υπερασπιστής
των χριστιανικών αξιών, η στάση αυτή αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη σύγχρονη
απειλή κατά της χριστιανικής μας κληρονομιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.